- κρουνηδόν
- κρουνηδόνlike a springindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρουνηδόν — (AM κρουνηδόν) επίρρ. σε άφθονη ροή ή σε μεγάλη ποσότητα όπως ο κρουνός («φερομένων κρουνηδόν τών αιμάτων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
ρεντζέλα — η, Ν η ροή υγρού όχι κρουνηδόν αλλά κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ՔՐՔՄԱՏԵՍԻԿ — ( ) NBH 2 1018 Chronological Sequence: 8c ա. κροκοείς, κροκοειδής croceo similis, coloris crocei. Քրքմատեսիլ. քրքմագոյն. իբրեւ զքրքում. *Արտասուէր սուրբ քրքմատեսիկն արեամբ. Աթ. ՟Ը. (այլ յն. κρουνηδόν , աղբերահոս:) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)